φουσκωτό

φουσκωτό
şişme bot, lastik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φουφούλα — η, Ν 1. το φουσκωτό κάτω μέρος τής νησιώτικης βράκας 2. συνεκδ. η βράκα 3. κοντό παιδικό ή γυναικείο φουσκωτό ένδυμα που στηρίζεται με ράντες στους ώμους ή με ζώνη στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κομό — (γαλλ. commode). Έπιπλο μέτριου ύψους, με πολλά επάλληλα συρτάρια, στηριζόμενο σε τέσσερα κοντά πόδια. Τα πρώτα κ. εμφανίστηκαν στη Γαλλία, την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ και ήταν πιθανότατα εφεύρεση του Σαρλ Μπουλ. Το κ. διαδόθηκε με εκπληκτική… …   Dictionary of Greek

  • ταμπουράς — Έγχορδο μουσικό όργανο, από τα αρχαιότερα και λαϊκότερα της ελληνικής οργανολογίας. Η αρχαία ονομασία του είναι πανδουρίς, πανδούρα, φανδούρος, θαβούρα, θαμβούριν και ταμπούριν· τον συναντάμε στα Ακριτικά Έπη (9ος 11ος αι.) ως ταμπούραν. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • φουσκοκούτελος — η, ο, Ν αυτός που έχει φουσκωτό κούτελο, εξογκωμένο, κυρτό μέτωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ ώνω + συνδ. φωνήεν ο + κούτελο] …   Dictionary of Greek

  • φουσκωτός — ή, ό, Ν [φουσκώνω] 1. φουσκωμένος, αυτός που έχει σχήμα φούσκας, κυρτός 2. γεμάτος αέρα 3. φρ. α) «φουσκωτό ψωμί» ψωμί με προζύμι β) «φουσκωτή βάρκα» ναυτ. μικρό πλοιάριο με πλωτήρες γεμάτους αέρα …   Dictionary of Greek

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • περιστερόμορφο — (columbiformes). Τάξη τροπιδωτών πουλιών, συνήθως σποροφάγων, που περιλάμβανα σήμερα γύρω στα 310 είδη. Το σώμα, μέσου μεγέθους, είναι κάπως χοντρό και στηρίζεται σε πόδια κοντά, που δεν επιτρέπουν στο πουλί να βαδίζει άνετα στο έδαφος· τα πόδια… …   Dictionary of Greek

  • κυρτότητα — η η ιδιότητα του κυρτού, το φουσκωτό, η καμπυλότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυρτώνω — κύρτωσα, κυρτώθηκα, κυρτωμένος 1. κάνω κάτι κυρτό, το καμπουριάζω. 2. κάνω κάτι φουσκωτό, το κάνω κυρτό προς τα έξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”